γέμιστρο(ν)
Смотреть что такое "γέμιστρο(ν)" в других словарях:
γέμιστρο(ν) — το στρατ. ο γεμιστήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. στον πληθ. γέμιστρα μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
κερματογέμιστρο — το παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου, που γέμιζε και έβαλλε με κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα τος + γέμιστρο (< γεμίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek