γέμιστρο(ν)

γέμιστρο(ν)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γέμιστρο(ν)" в других словарях:

  • γέμιστρο(ν) — το στρατ. ο γεμιστήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. στον πληθ. γέμιστρα μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • κερματογέμιστρο — το παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου, που γέμιζε και έβαλλε με κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα τος + γέμιστρο (< γεμίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»